- συλλαβισμός
- ο, Ν1. χωρισμός τών λέξεων στις συλλαβές από τις οποίες αποτελούνται2. συλλαβιστή ανάγνωση, ανάγνωση που γίνεται με δυσκολία, συλλαβή προς συλλαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.