συλλαβισμός

συλλαβισμός
ο, Ν
1. χωρισμός τών λέξεων στις συλλαβές από τις οποίες αποτελούνται
2. συλλαβιστή ανάγνωση, ανάγνωση που γίνεται με δυσκολία, συλλαβή προς συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλλαβισμός — συλλαβισμός, ο και συλλάβισμα, το 1. χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές. 2. το να διαβάζει κάποιος συλλαβιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλάβισμα — το, Ν συλλαβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”